- ἐγγαμέω
- ἐγγᾰμ-έω,A marry into a family, Aesop.21c, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγγαμεῖν — ἐγγαμέω marry into a family pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγαμῶν — ἐγγαμέω marry into a family pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek